- ἡβήτωρ
- ἡβ-ήτωρ, ορος, ὁ,A = ἡβητήρ, κίχλαι Matro Conv. 78.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ηβήτωρ — ἡβήτωρ, ὁ (Α) ηβητής*, νέος, ακμαίος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηβώ + κατάλ. ητωρ (πρβλ. ηγ ήτωρ, οικ ήτωρ). Παράλληλος τ. τού ηβητήρ στην ελληνιστική ποίηση χρησιμοποιούνται και οι δύο τύποι με την ίδια σημ.] … Dictionary of Greek
ἡβήτορας — ἡβήτωρ masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)